- οιόθεν
- (I)οἰόθεν (Α)1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του2. φρ. «οἰόθεν οἶος» — ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο-θεν)].————————(II)οἰόθεν (Α)επίρρ. από τον δήμο Οἶον τής Αττικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οἶον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Σκυρό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.